εντερόνεια

εντερόνεια
η
1) сердцевина (растения); 2) мор. внутренняя обшивка (судна)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εντερόνεια" в других словарях:

  • ἐντερόνεια — timber for the ribs fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντερόνεια — η (Α ἐντερόνεια) 1. η εντεριώνη 2. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά …   Dictionary of Greek

  • ἐντερόνειαν — ἐντερόνεια timber for the ribs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • φόδρο — το, Ν ναυτ. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, η εντερόνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. σχετίζεται με τη λ. φόδρα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»